δρυμά

δρυμά
δρυμός
copse
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • дром — чаща, заросли, бурелом , болг. дръмка куст , словен. drmašča густой кустарник . Родственно др. инд. drumas дерево , греч. δρυμά мн. роща ; далее, к и. е. *dru дерево ; см. Остхоф, Parerga 153; Бернекер 1, 231; Погодин, Следы 257; ИОРЯС 10, 4,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • δρυμός — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 200 μ., 2.439 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται 18 χλμ. Β της πόλης της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυγδονίας. Παλαιότερα ονομαζόταν Δρυμίγκλαβα. 2. Πεδινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… …   Dictionary of Greek

  • Αντικέρια — Δύο μικρά νησιά κοντά στην Αμοργό, περίπου 2 χλμ. Ν του ακατοίκητου νησιού Κέρος και ΒΔ του ακρωτηρίου της Αμοργού Πάλος ή Καλοτάρι. Η μεγαλύτερη (1,7 τ. χλμ.) ονομάζεται Αντίκερος και η μικρότερη Δρύμα.Πρόκειται για δύο ερημονήσια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”